- απτερυγωτά
- Έντομα που δεν δέχονται μεταμορφώσεις και χαρακτηρίζονται από έλλειψη φτερών σε όλη τους τη ζωή. Τα α. είναι μικρά και περιλαμβάνουν τρεις τάξεις: πρώτουρα, θυσάνουρα, κολλέμβολα. Τα είδη της τάξης των πρώτουρων ζουν κρυμμένα μέσα στο υγρό χώμα των χωραφιών, στα βρύα και κάτω από τις πέτρες, σε σκοτεινό περιβάλλον· δεν έχουν μάτια και το σώμα τους είναι αποχρωματισμένο. Άλλα είδη, που ανήκουν στα θυσάνουρα, ζουν ανάμεσα στα φύλλα των βιβλίων ή μέσα σε σακχαρούχες ουσίες, όπως το ασημόψαρο (λέπισμα το σακχάρινο), που λέγεται έτσι από το σχήμα του σώματός του και τα ασημιά λέπια που το καλύπτουν. Στα κολλέμβολα ανήκει ο λεγόμενος ψύλλος του χιονιού (ισοτόμος ο πηδητικός), που ζει στις ορεινές περιοχές και είναι εφοδιασμένος με ειδικές κοιλιακές αποφύσεις για να μπορεί να πηδά. Πολλά α. τρέφονται με οργανικά υπολείμματα, μερικά όμως είναι παράσιτα ζώων ή φυτών και όταν είναι πολλά γίνονται βλαβερά.
Dictionary of Greek. 2013.